- ανθρωποφοβία
- ητο να φοβάται κανείς τους ανθρώπους: Αποφεύγει τους ανθρώπους σαν να πάσχει από ανθρωποφοβία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανθρωποφοβία — η έμμονος και παθολογικός φόβος για τους ανθρώπους, που εκδηλώνεται, κυρίως, με την αποφυγή των ανθρώπινων σχέσεων και επαφών … Dictionary of Greek
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
ανθρωπόφοβος — η, ο αυτός που πάσχει από ανθρωποφοβία, ακοινώνητος, μισάνθρωπος … Dictionary of Greek